- ομφακόμελι
- ὀμφακόμελι, -έλιτος, τὸ (Α)ποτό που παρασκευαζόταν από χυμό ξινών σταφυλιών και μέλι και είχε κατασταλτικές και αναψυκτικές ιδιότητες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, -ακος «άγουρο σταφύλι» + μέλι (πρβλ. κυδωνό-μελι, μηλό-μελι)].
Dictionary of Greek. 2013.